-
1 μεταχειρίση
μεταχειρίσηι, μεταχείρισιςhandling: fem dat sg (epic)μεταχειρίζομαιtake in hand: aor subj mp 2nd sgμεταχειρίζομαιtake in hand: fut ind mp 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj act 3rd sgμεταχειρίζωtake in hand: fut ind mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj act 3rd sgμεταχειρίζωtake in hand: fut ind mid 2nd sg -
2 μεταχειρίσῃ
μεταχειρίσηι, μεταχείρισιςhandling: fem dat sg (epic)μεταχειρίζομαιtake in hand: aor subj mp 2nd sgμεταχειρίζομαιtake in hand: fut ind mp 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj act 3rd sgμεταχειρίζωtake in hand: fut ind mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj mid 2nd sgμεταχειρίζωtake in hand: aor subj act 3rd sgμεταχειρίζωtake in hand: fut ind mid 2nd sg -
3 μεταχείριση
[-ις (-εως)] η1) употребление, применение, использование; пользование; 2) обращение, обхождение (с кем-л.); отношение (к кому-л.) -
4 μεταχείριση
[мэтахириси] ουσ. Θ. употребление, пользование, использование,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταχείριση
-
5 μεταχείριση
[мэтахириси] ουσ θ употребление, пользование, использование. -
6 μεταχείριση
tavır, davranış, kullanım, kullanma -
7 μεταχείριση
traitement -
8 μεταχείριση
1) kuracja (f) rzecz.2) leczenie (n) rzecz.3) obchodzenie (n) rzecz.4) obróbka (f) rzecz.5) traktowanie (n) rzecz. -
9 μεταχείριση
1) léčení2) nakládání3) zacházení4) zpracování -
10 μεταχείριση
1) handling2) treatmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεταχείριση
-
11 léčení
μεταχείριση -
12 nakládání
μεταχείριση -
13 zacházení
μεταχείριση -
14 zpracování
μεταχείριση -
15 handling
μεταχείριση -
16 kuracja
μεταχείριση -
17 obchodzenie
μεταχείριση -
18 obróbka
μεταχείριση -
19 traktowanie
μεταχείριση -
20 обращение
обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)* * *с2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταχείριση — η 1. η χρησιμοποίηση: Η μεταχείριση του εργαλείου αυτού πρέπει να γίνεται με προσοχή. 2. καλή ή κακή συμπεριφορά προς κάποιον: Έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταχείριση — η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) [μεταχειρίζομαι] χρησιμοποίηση, χρήση νεοελλ. τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον μσν. 1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας 2. σφετερισμός, οικειοποίηση 3. εγχείρημα, επιχείρηση 4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή … Dictionary of Greek
μεταχειρίσῃ — μεταχειρίσηι , μεταχείρισις handling fem dat sg (epic) μεταχειρίζομαι take in hand aor subj mp 2nd sg μεταχειρίζομαι take in hand fut ind mp 2nd sg μεταχειρίζω take in hand aor subj mid 2nd sg μεταχειρίζω take in hand aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek
τρακτάτον — τὸ, και τρακτᾱτος, ὁ, Μ 1. χειρισμός, μεταχείριση 2. μτφ. εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tractatus «χειρισμός, μεταχείριση, ψηλάφιση»] … Dictionary of Greek
τρακτατίων — ωνος, ἡ, Μ 1. χρήση, μεταχείριση 2. φορολογικός κατάλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tractatio «χρήση, μεταχείριση»] … Dictionary of Greek